μύζηση

μύζηση
η (Α μύζησις)
η ενέργεια τού μυζώ, απομύζηση, βύζαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύζω (ΙΙ) «ρουφώ, πιπιλίζω», με επίδραση τού ενεστ. μυζώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυζητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μύζηση ή αυτός που είναι κατάλληλος για μύζηση («μυζητικά όργανα τού εντόμου») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυζητικά ζωολ. τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων στην οποία ανήκουν οργανισμοί τού γλυκού και τού… …   Dictionary of Greek

  • αναμύζηση — η η εκ νέου μύζηση, απομύζηση, αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • μυζητήρας — η 1. όργανο με το οποίο γίνεται η μύζηση, ιδίως το ρύγχος πολλών εντόμων με το οποίο αυτά απομυζούν το αίμα ζώων ή τον χυμό φυτών 3. βοτ. η ρίζα παρασιτικών φυτών που απομυζά τον χυμό τού φυτού ξενιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύζω (ΙΙ) / μυζώ + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”